- ἐξαφύοντες
- ἐξαφύωdraw forthpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαφύω — ἐξαφύω (Α) [αφύω] αντλώ (κρασί, νερό κ.λπ.) από δοχείο («οἶνον δὲ ἐξαφύοντες», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
φθινύθω — Α (ποιητ. τ.) 1. (κυριολ. και μτφ.) καταστρέφω κάτι σταδιακά (α. «φθινύθουσιν ἕδοντες οἶκον ἐμόν», Ομ. Οδ. β. «οἵ μευ φθινύθουσι φίλην κῆρα», Ομ. Οδ.) 2. καταναλώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό («οἶνον δὲ φθινύθουσιν ὑπέρβιον ἐξαφύοντες», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek